αστεροστάτης
Смотреть что такое "αστεροστάτης" в других словарях:
αστεροστάτης — ο βλ. αστροστάτης … Dictionary of Greek
αστροστάτης — και αστεροστάτης, ο ωρολογιακός μηχανισμός ο οποίος στρέφει το τηλεσκόπιο σύμφωνα με τη διεύθυνση και την ταχύτητα της ημερήσιας κίνησης ώστε τα άστρα να φαίνονται ακίνητα στο πεδίο του τηλεσκοπίου … Dictionary of Greek